- σιαλώδης
- σῐᾰλ-ώδης, ες, ([etym.] σίαλον)A like slaver, slavering, Hp.Morb. Sacr.5, D.P.791.II ([etym.] σίαλος) fat,
σκυλάκια Hp.Steril.217
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυλάκια Hp.Steril.217
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιαλώδης — (I) ες / σιαλώδης, ῶδες, ΝΑ [σίαλον] αυτός που είναι όμοιος ως προς τη μορφή ή τη σύσταση με το σάλιο 2. γεμάτος σάλιο 3. αυτός που παράγει σάλιο. (II) ῶδες, Α [σίαλος (ΙΙ)] ο όμοιος με πάχος, όμοιος με λίπος, λιπαρός … Dictionary of Greek
σιαλώδη — σιαλώδης like slaver neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σιαλώδης like slaver masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σιαλώδης like slaver masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλῶδες — σιαλώδης like slaver masc/fem voc sg σιαλώδης like slaver neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλώδεα — σιαλώδης like slaver neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σιαλώδης like slaver masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιαλώδεος — σιαλώδης like slaver masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
μεγαλόπτερα — (megaloptera). Μικρή τάξη εντόμων, η οποία παλαιότερα αποτελούσε υπόταξη της τάξης των νευροπτέρων, γνωστή και ως σιαλώδης. Θεωρείται από τις πιο πρωτόγονες ομάδες των ολομετάβολων εντόμων. Πρόκειται για υδρόβια έντομα μεγάλων διαστάσεων με… … Dictionary of Greek